Εργαλείο στα πολωνικά

Μετάφραση: εργαλείο, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wprowadzać, artykuł, zastosować, realizować, przyrząd, narzędzie, instrument, zaimplementować, środek, narzędziownia, wdrażać, narzędziem, narzędzia, narzędzi, narzędzie do
Εργαλείο στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εργαλείο

εργαλείο για τρύπες σε δέρμα, εργαλείο αφαίρεσης κακόβουλου λογισμικού από το facebook, εργαλείο αποκομμάτων windows 7, εργαλείο για πουρέ, εργαλείο διαγνωστικής διερεύνησης δυσκολιών στο γραπτό λόγο των μαθητών γ' – στ' δημοτικού, εργαλείο λεξικό γλώσσας πολωνικά, εργαλείο στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • εργάτης στα πολωνικά - wyrobnik, robotnik, pracownik, pracownica, pracownika, worker
  • εργαζόμενος στα πολωνικά - praca, pracujący, działanie, pracy, pracuje
  • εργασία στα πολωνικά - zajęcie, utwór, robota, działać, prać, robocizna, pracować, ...
  • εργαστήριο στα πολωνικά - laboratorium, pracownia, laboratoryjny, laboratoryjne, laboratoryjnych
Τυχαίες λέξεις
Εργαλείο στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: wprowadzać, artykuł, zastosować, realizować, przyrząd, narzędzie, instrument, zaimplementować, środek, narzędziownia, wdrażać, narzędziem, narzędzia, narzędzi, narzędzie do