Reformować στα ελληνικά

Μετάφραση: reformować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεταρρύθμιση, ανασχηματισμός, μεταρρυθμίζω, μεταρρύθμισης, μεταρρυθμίσεων, τη μεταρρύθμιση, μεταρρυθμίσεις
Reformować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezczasowość στα ελληνικά - διαχρονικότητα, διαχρονικότητά, τη διαχρονικότητά, αιωνιότητας, άχρονο
  • burda στα ελληνικά - καυγάς, συμπλέκομαι, ενόχληση, κωπηλατώ, συμπλοκή, καβγάς, σειρά, ...
  • cichość στα ελληνικά - πραότητα, πραότητος, την πραότητα, πραότητας, πραότης
  • edytorski στα ελληνικά - εκδόσεις, εκδόσεων, εκδοτική, εκδοτικούς, εκδοτικό
Τυχαίες λέξεις
Reformować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεταρρύθμιση, ανασχηματισμός, μεταρρυθμίζω, μεταρρύθμισης, μεταρρυθμίσεων, τη μεταρρύθμιση, μεταρρυθμίσεις