Reperować στα ελληνικά
Μετάφραση: reperować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επισκευή, επισκευάζω, επισκευής, την επισκευή, επιδιόρθωση, επιδιόρθωσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- grzesznik στα ελληνικά - αμαρτωλός, αμαρτωλό, αμαρτωλού, αμαρτωλή, αμαρτωλοί
- hochsztapler στα ελληνικά - κακοποιός, απατεώνας, δόλος, απάτη, τσαρλατάνος, αγύρτης, τσαρλατάνο
- intelekt στα ελληνικά - νοημοσύνη, διάνοια, διάνοιας, διανόηση, πνεύματος, νόηση
Τυχαίες λέξεις
Reperować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επισκευή, επισκευάζω, επισκευής, την επισκευή, επιδιόρθωση, επιδιόρθωσης
Μεταφράσεις: επισκευή, επισκευάζω, επισκευής, την επισκευή, επιδιόρθωση, επιδιόρθωσης