Rozkazywać στα ελληνικά
Μετάφραση: rozkazywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εντολή, προσταγή, διατάζω, υπαγορεύω, προστάζω, διέταξε, παραγγείλει, καταδικάζεται, καταδικαστεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- chóralny στα ελληνικά - χορωδιακός, χορικός, χορωδιακά, χορωδιακή, χορωδιακής
- cytować στα ελληνικά - μνημονεύω, παραθέτω, αναφέρω, καθορίζω, απόσπασμα, quote, παράθεση, ...
- duplikat στα ελληνικά - ομόλογος, διπλότυπο, αντίγραφο, εις διπλούν, διπλούν, επαναλάβει
- dykta στα ελληνικά - κόντρα πλακέ, κοντραπλακέ, πλακέ, από κόντρα πλακέ
Τυχαίες λέξεις
Rozkazywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εντολή, προσταγή, διατάζω, υπαγορεύω, προστάζω, διέταξε, παραγγείλει, καταδικάζεται, καταδικαστεί
Μεταφράσεις: εντολή, προσταγή, διατάζω, υπαγορεύω, προστάζω, διέταξε, παραγγείλει, καταδικάζεται, καταδικαστεί