Rozpędzać στα ελληνικά
Μετάφραση: rozpędzać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επισπεύδω, διασκορπίζομαι, επιταχύνω, διασπείρω, διασκορπίζω, σκορπίζω, διασπείρει, διασκορπίσει, διασπείρουν, διασκορπίζονται, διασπείρονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- demitologizacja στα ελληνικά - έκθεση
- dozorowanie στα ελληνικά - επίβλεψη, επιτήρηση, επιθεώρηση, εποπτεία, εποπτείας, έλεγχο
- ignorant στα ελληνικά - βλάκας, αμαθής
- izobar στα ελληνικά - ισοβαρής, isobar
Τυχαίες λέξεις
Rozpędzać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επισπεύδω, διασκορπίζομαι, επιταχύνω, διασπείρω, διασκορπίζω, σκορπίζω, διασπείρει, διασκορπίσει, διασπείρουν, διασκορπίζονται, διασπείρονται
Μεταφράσεις: επισπεύδω, διασκορπίζομαι, επιταχύνω, διασπείρω, διασκορπίζω, σκορπίζω, διασπείρει, διασκορπίσει, διασπείρουν, διασκορπίζονται, διασπείρονται