Rusztowanie στα ελληνικά
Μετάφραση: rusztowanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξοπλίζω, κρεμάλα, σκαλωσιά, στήνω, ικρίωμα, σκαλωσιές, ικριώματα, ικριωμάτων, σκαλωσιάς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bitka στα ελληνικά - συμπλέκομαι, κοτολέτα, παϊδάκι, κυμά, cutlet, μπιφτέκι
- czuć στα ελληνικά - πρόστιμο, νιώθω, αισθάνομαι, ψιλή, βρίσκομαι, μυρωδιά, μυρίζω, ...
- diakon στα ελληνικά - διάκονος, διάκονο, διακόνου, διάκος, ιεροδιάκονος
- elektromotor στα ελληνικά - ηλεκτροκινητήρα, ηλεκτροκινητήρας, electromotor, ηλεκτρογεννήτρια, ηλεκτροκινητήρων
Τυχαίες λέξεις
Rusztowanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξοπλίζω, κρεμάλα, σκαλωσιά, στήνω, ικρίωμα, σκαλωσιές, ικριώματα, ικριωμάτων, σκαλωσιάς
Μεταφράσεις: εξοπλίζω, κρεμάλα, σκαλωσιά, στήνω, ικρίωμα, σκαλωσιές, ικριώματα, ικριωμάτων, σκαλωσιάς