Sadzać στα ελληνικά
Μετάφραση: sadzać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανεβαίνω, φυτό, τόπος, κούρνια, κάθισμα, εμφυτεύω, βουνό, τοποθετώ, φυτεύω, εργοστάσιο, αυξάνομαι, καθίζω, μέρος, όρος, έδρα, καθίσματος, θέση, έδρας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abstrakcjonizm στα ελληνικά - αφαιρετισμού
- belemnit στα ελληνικά - προεξοχή βελεμνίτη
- emfaza στα ελληνικά - έμφαση, σημασία, έμφασης
- imperatywny στα ελληνικά - προστακτική, επιτακτικός, επιτακτική ανάγκη, επιτακτική, επιτακτικούς, επιτακτικό
Τυχαίες λέξεις
Sadzać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανεβαίνω, φυτό, τόπος, κούρνια, κάθισμα, εμφυτεύω, βουνό, τοποθετώ, φυτεύω, εργοστάσιο, αυξάνομαι, καθίζω, μέρος, όρος, έδρα, καθίσματος, θέση, έδρας
Μεταφράσεις: ανεβαίνω, φυτό, τόπος, κούρνια, κάθισμα, εμφυτεύω, βουνό, τοποθετώ, φυτεύω, εργοστάσιο, αυξάνομαι, καθίζω, μέρος, όρος, έδρα, καθίσματος, θέση, έδρας