Sarkastyczny στα ελληνικά
Μετάφραση: sarkastyczny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαρκαστικός, καυστικός, σαρκαστική, σαρκαστικό, σαρκαστικά, σαρκαστικοί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- akwakultura στα ελληνικά - υδατοκαλλιέργειας, υδατοκαλλιέργεια, της υδατοκαλλιέργειας, την υδατοκαλλιέργεια, υδατοκαλλιέργειας που
- decydująco στα ελληνικά - ζωτικής, ζωτική, εξαιρετικά, ζωτικά, ζωτικώς
- dorzeczność στα ελληνικά - αποτελεσματικότητα, κοινός νους, κοινή λογική, την κοινή λογική, κοινής λογικής, η κοινή λογική
- dziobek στα ελληνικά - στόμα, στόμιο, ράμφος, το στόμα, πυρετού, στόματος, πυρετό
Τυχαίες λέξεις
Sarkastyczny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαρκαστικός, καυστικός, σαρκαστική, σαρκαστικό, σαρκαστικά, σαρκαστικοί
Μεταφράσεις: σαρκαστικός, καυστικός, σαρκαστική, σαρκαστικό, σαρκαστικά, σαρκαστικοί