Σαρκαστικός στα πολωνικά

Μετάφραση: σαρκαστικός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kaustyka, zjadliwy, sarkastyczny, kaustyczny, kostyczny, sarkastycznie, sarkastyczna, sarkastycznym, sarkastyczne
Σαρκαστικός στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σαρκαστικός

σαρκαστικός σημασία, σαρκαστικός συνώνυμο, σαρκαστικός λεξικό γλώσσας πολωνικά, σαρκαστικός στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • σαρκάζω στα πολωνικά - przedrzeźniać, podrobiony, sztuczny, szydzić, wyśmiać, kpienie, kpić, ...
  • σαρκασμός στα πολωνικά - przytyk, wykopać, kopać, szpilka, szturchaniec, wkopywać, zagłębić, ...
  • σαρκικός στα πολωνικά - zmysłowy, cielesny, cielesne, cielesna, cielesnego, cielesnym
  • σαρκοβόρος στα πολωνικά - mięsożerny, mięsożerne, mięsożernych, mięsożernych zwierząt, drapieżne
Τυχαίες λέξεις
Σαρκαστικός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: kaustyka, zjadliwy, sarkastyczny, kaustyczny, kostyczny, sarkastycznie, sarkastyczna, sarkastycznym, sarkastyczne