Satysfakcjonować στα ελληνικά
Μετάφραση: satysfakcjonować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακαλώ, ευχαριστώ, ικανοποιώ, χορταίνω, ικανοποιούν, Ικανοποιήστε, να πείθει
Μεταφράσεις
- aby στα ελληνικά - εκείνος, που, για, να, προς, σε, με
- bezwartościowy στα ελληνικά - σπαταλώ, κενό, λύμα, φτηνός, άχρηστος, σπατάλη, απόβλητα, ...
- bipolarny στα ελληνικά - διπολικός, Διπολική, Η διπολική, Διπολικής, τη διπολική
- fortyfikować στα ελληνικά - ενδυναμώνω, καρδαμώνω, οχυρώσουν, εμπλουτισμό, ενισχύσουν, ενισχύουν, οχυρώσει
Τυχαίες λέξεις
Satysfakcjonować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακαλώ, ευχαριστώ, ικανοποιώ, χορταίνω, ικανοποιούν, Ικανοποιήστε, να πείθει
Μεταφράσεις: παρακαλώ, ευχαριστώ, ικανοποιώ, χορταίνω, ικανοποιούν, Ικανοποιήστε, να πείθει