Sceptyczny στα ελληνικά
Μετάφραση: sceptyczny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δύσπιστος, σκεπτικιστής, σκεπτικός, σκεπτικισμό, επιφυλακτικοί, σκεπτικοί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- blagować στα ελληνικά - ευθύς, ντόμπρος, μπλόφα, καύχημα, επαίρεται, καυχώνται, καυχηθεί, ...
- dżinsy στα ελληνικά - τζην, τζιν, jeans, τα τζιν
- emfatyczny στα ελληνικά - εμφατικός, εμφατική, εμφατικό, έμφαση, κατηγορηματική
- fajf στα ελληνικά - στο σπίτι
Τυχαίες λέξεις
Sceptyczny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δύσπιστος, σκεπτικιστής, σκεπτικός, σκεπτικισμό, επιφυλακτικοί, σκεπτικοί
Μεταφράσεις: δύσπιστος, σκεπτικιστής, σκεπτικός, σκεπτικισμό, επιφυλακτικοί, σκεπτικοί