Schowek στα ελληνικά
Μετάφραση: schowek, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποθηκεύω, μαγαζί, βάζω, ντουλάπι, ντουλάπα, ντουλαπιών, ντουλάπας, closet
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- buszować στα ελληνικά - χτενίζω, τρίβω, λεηλατώ, κάνω φασαρία, αγριοκόριτσο, romp, φορμάκι, ...
- falochron-ostroga στα ελληνικά - σπιρουνίζω, σπιρούνι, παρακινώ, κεντρίζω, κυματοθραύστη, κυματοθραύστης, λιμενοβραχίονα, ...
- gobelin στα ελληνικά - ταπισερί, μωσαϊκό, ταπετσαρία, τάπητα, ταπετσαρίες
- heliakalny στα ελληνικά - ηλιακός, ηλιακά
Τυχαίες λέξεις
Schowek στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποθηκεύω, μαγαζί, βάζω, ντουλάπι, ντουλάπα, ντουλαπιών, ντουλάπας, closet
Μεταφράσεις: αποθηκεύω, μαγαζί, βάζω, ντουλάπι, ντουλάπα, ντουλαπιών, ντουλάπας, closet