Sfatygować στα ελληνικά
Μετάφραση: sfatygować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραβλάπτω, χειροτερεύω, ελαστικών, ελαστικό, ελαστικού, των ελαστικών, του ελαστικού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- arcyksiążęcy στα ελληνικά - archducal
- brzmieć στα ελληνικά - διαβάζω, γερός, ήχος, φωνή, ανάγνωση, διαβάσετε, διαβάσει, ...
- drutować στα ελληνικά - σύρμα, καλώδιο
- globalizacja στα ελληνικά - παγκοσμιοποίηση, παγκοσμιοποίησης, της παγκοσμιοποίησης, η παγκοσμιοποίηση, την παγκοσμιοποίηση
Τυχαίες λέξεις
Sfatygować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραβλάπτω, χειροτερεύω, ελαστικών, ελαστικό, ελαστικού, των ελαστικών, του ελαστικού
Μεταφράσεις: παραβλάπτω, χειροτερεύω, ελαστικών, ελαστικό, ελαστικού, των ελαστικών, του ελαστικού