Skalować στα ελληνικά
Μετάφραση: skalować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λέπι, κλιμάκωση, κλίμακα, κλίμακας, διαμετρώ, βαθμονόμηση, τη βαθμονόμηση, βαθμονομήσετε, βαθμονόμηση των, βαθμονομήστε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dama στα ελληνικά - κυρία, βασίλισσα, κοπέλα, γυναίκα, κυρίας, κυρία που
- dryfowanie στα ελληνικά - ολισθήματα, μετατοπίσεις, εκτροπές, παρασύρει, παρασύρει το
- efekciarstwo στα ελληνικά - αποτελεσματικότητα, αποδοτικότητα, μπούρδα, φλυαρίες, μεγαλόστομες, ανοησίες, κενολογίες
- gąbczastość στα ελληνικά - σπογγώδες, σπογγώδη υφή, υποχωρεί ελαστικά, μια σπογγώδης, σχετική σπογγώδη
Τυχαίες λέξεις
Skalować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λέπι, κλιμάκωση, κλίμακα, κλίμακας, διαμετρώ, βαθμονόμηση, τη βαθμονόμηση, βαθμονομήσετε, βαθμονόμηση των, βαθμονομήστε
Μεταφράσεις: λέπι, κλιμάκωση, κλίμακα, κλίμακας, διαμετρώ, βαθμονόμηση, τη βαθμονόμηση, βαθμονομήσετε, βαθμονόμηση των, βαθμονομήστε