Skowyczeć στα ελληνικά
Μετάφραση: skowyczeć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαβίζω, κλαψούρισμα, κλαψουρίζουν, κρασί, whine, παράπονο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aksjologia στα ελληνικά - αξιολογίας, αξιολογία
- amortyzować στα ελληνικά - νωπός, υγρός, μαξιλάρι, απορροφώ, αποσβέσουν, αποσβέσει, αποσβεστεί, ...
- drukarstwo στα ελληνικά - εκτύπωση, τυπογραφία, τυπογραφίας, την τυπογραφία, τυπογραφια, της τυπογραφίας
- fug στα ελληνικά - αρθρώσεις, αρθρώσεων, αρμούς, τις αρθρώσεις, αρμών
Τυχαίες λέξεις
Skowyczeć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαβίζω, κλαψούρισμα, κλαψουρίζουν, κρασί, whine, παράπονο
Μεταφράσεις: βαβίζω, κλαψούρισμα, κλαψουρίζουν, κρασί, whine, παράπονο