Skręcić στα ελληνικά
Μετάφραση: skręcić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλοκή, σειρά, στραμπουλίζω, στρίβω, καμπή, στροφή, τη σειρά, σειρά του, τη σειρά του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- algebraiczny στα ελληνικά - αλγεβρικός, αλγεβρικό, αλγεβρική, αλγεβρικών, αλγεβρικές
- czarujący στα ελληνικά - γοητευτικός, Καλαίσθητο, γοητευτικό, γοητευτική, το γοητευτικό
- degenerować στα ελληνικά - έκφυλος, εκφυλίζομαι, εκφυλισμένος, εκφυλισμένη, εκφυλισμένων, εκφυλισμένα, εκφυλισμένες
- handlować στα ελληνικά - εμπόριο, επάγγελμα, επιτήδευμα, εμπορεύματα, δοσοληψία, πραμάτεια, κυκλοφορία, ...
Τυχαίες λέξεις
Skręcić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλοκή, σειρά, στραμπουλίζω, στρίβω, καμπή, στροφή, τη σειρά, σειρά του, τη σειρά του
Μεταφράσεις: πλοκή, σειρά, στραμπουλίζω, στρίβω, καμπή, στροφή, τη σειρά, σειρά του, τη σειρά του