Skracać στα ελληνικά
Μετάφραση: skracać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ελαττώνω, αναφέρω, κονταίνω, μικραίνω, περιορίζω, συντομεύω, προσβάλλομαι, περικόπτω, συμβόλαιο, συστέλλομαι, κλαδεύω, μειώνω, παραθέτω, τσιγκουνεύομαι, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, μειωθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- darmo στα ελληνικά - αυτεξούσιος, τσάμπα, δωρεάν, χωρίς χρέωση, χρεώνεται
- dojrzeć στα ελληνικά - μεστός, ώριμος, μεστώνω, ωριμάζω, ώριμη, ώριμο, ώριμης, ...
- finalizacja στα ελληνικά - τέλος, συμπέρασμα, λήξη, οριστικοποίηση, ολοκλήρωση, οριστική διατύπωση, οριστικοποίησης, ...
- fory στα ελληνικά - προβάδισμα, το προβάδισμα, αρχικό πλεονέκτημα, επικεφαλής έναρξη, προβάδισμα στην
Τυχαίες λέξεις
Skracać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ελαττώνω, αναφέρω, κονταίνω, μικραίνω, περιορίζω, συντομεύω, προσβάλλομαι, περικόπτω, συμβόλαιο, συστέλλομαι, κλαδεύω, μειώνω, παραθέτω, τσιγκουνεύομαι, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, μειωθεί
Μεταφράσεις: ελαττώνω, αναφέρω, κονταίνω, μικραίνω, περιορίζω, συντομεύω, προσβάλλομαι, περικόπτω, συμβόλαιο, συστέλλομαι, κλαδεύω, μειώνω, παραθέτω, τσιγκουνεύομαι, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, μειωθεί