Skuwać στα ελληνικά
Μετάφραση: skuwać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλυσίδα, καδένα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- antyfeminista στα ελληνικά - γυναίκα, γυναίκας, γυναίκα που, γυναίκα των
- antytrustowy στα ελληνικά - αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, αντιμονοπωλιακή, αντιμονοπωλιακές, αντιμονοπωλιακής, αντιμονοπωλιακών
- fanfaronada στα ελληνικά - μεγαλαυχία, κομπάζω, κομπασμός
- fonetyka στα ελληνικά - φωνητική, φωνητικής, φωνητικά, της φωνητικής, φωνολογία
Τυχαίες λέξεις
Skuwać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλυσίδα, καδένα
Μεταφράσεις: αλυσίδα, καδένα