Spieniężyć στα ελληνικά
Μετάφραση: spieniężyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υλοποιούμαι, εξαργυρώνω, χρήματα, εκποιώ, μετρητά, πουλώ, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ταμειακών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anatomicznie στα ελληνικά - ανατομικά, ανατομικώς, ανατομικό, ανατομική, ανατομικών
- brudny στα ελληνικά - άσεμνος, απεριποίητος, αισχρός, βρόμικος, βρώμικος, απαίσιος, ατημέλητος, ...
- fotowoltaiczny στα ελληνικά - Φωτοβολταϊκά, Φωτοβολταϊκών, Φωτοβολταϊκό, Φωτοβολταϊκή, Φωτοβολταϊκά πάρκα
- gokart στα ελληνικά - καροτσάκι μωρού
Τυχαίες λέξεις
Spieniężyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υλοποιούμαι, εξαργυρώνω, χρήματα, εκποιώ, μετρητά, πουλώ, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ταμειακών
Μεταφράσεις: υλοποιούμαι, εξαργυρώνω, χρήματα, εκποιώ, μετρητά, πουλώ, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ταμειακών