Sprężenie στα ελληνικά
Μετάφραση: sprężenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμπίεση, συμπίεσης, συμπιέσεως, με συμπίεση, τη συμπίεση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bredzić στα ελληνικά - ενθουσιώδης, διθυραμβικός, rave, διθυραμβικές, ρέιβ, rave τις, πολύ καλές
- dyspensować στα ελληνικά - απονέμω, απαλλάξει, να απαλλάξει, διανομή, διανέμουν, μην
- dzierżawczy στα ελληνικά - κτητικός, κτητική, κτητικό, κτητικοί, κτητικές
- fatyga στα ελληνικά - κούραση, ενοχλώ, φασαρία, ταλαιπωρία, μπελάς, κόπωση, κόπος, ...
Τυχαίες λέξεις
Sprężenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμπίεση, συμπίεσης, συμπιέσεως, με συμπίεση, τη συμπίεση
Μεταφράσεις: συμπίεση, συμπίεσης, συμπιέσεως, με συμπίεση, τη συμπίεση