Starość στα ελληνικά

Μετάφραση: starość, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηλικία, εποχή, ηλικίας, την ηλικία, ετών
Starość στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • absolucja στα ελληνικά - άφεση, αθώωση, απόφεση, συγνώμη, άφεση αμαρτιών
  • alergiczny στα ελληνικά - αλλεργικός, αλλεργική, αλλεργικές, αλλεργικής, αλλεργικών
  • falanga στα ελληνικά - οικοδεσπότης, φιλοξενώ, φάλαγγα, φάλαγγας, ΦΑΛΑΓΓΑΣ, φάλαγξ
  • geologiczny στα ελληνικά - γεωλογικός, γεωλογική, γεωλογικές, γεωλογικών, γεωλογικούς σχηματισμούς
Τυχαίες λέξεις
Starość στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηλικία, εποχή, ηλικίας, την ηλικία, ετών