Ηλικία στα πολωνικά
Μετάφραση: ηλικία, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
starzeć, starość, epoka, wiek, wieku, Age, w wieku, lat
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ηλικία
ηλικία ανδρέα μικρούτσικου, ηλικία ασλανίδου, ηλικία γλυκερίας, ηλικία σκύλου, ηλικία κωστόπουλος, ηλικία λεξικό γλώσσας πολωνικά, ηλικία στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- ηλεκτρονικός στα πολωνικά - elektroniczny, elektronowy, internetowy, elektroniczne, elektronicznej, elektronicznego, elektroniczna
- ηλιακός στα πολωνικά - słoneczny, solarny, słonecznej, słoneczna, solar
- ηλικίας στα πολωνικά - sędziwy, wiekowy, stary, wiek, wieku, Age, w wieku, ...
- ηλικιωμένος στα πολωνικά - wiekowy, stary, sędziwy, starsi, starszych, osób starszych, podeszłym wieku, ...
Τυχαίες λέξεις
Ηλικία στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: starzeć, starość, epoka, wiek, wieku, Age, w wieku, lat
Μεταφράσεις: starzeć, starość, epoka, wiek, wieku, Age, w wieku, lat