Staroświecki στα ελληνικά
Μετάφραση: staroświecki, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γέρος, απαρχαιωμένος, γέρικος, παλαιός, πεπαλαιωμένος, απαρχαιωμένο, απαρχαιωμένη, απαρχαιωμένες, απηρχαιωμένο, απηρχαιωμένη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- barbarzyńsko στα ελληνικά - βαρβαρικής, βάρβαρα, βάρβαρο, της βαρβαρικής, βάρβαρο τρόπο
- filozoficznie στα ελληνικά - φιλοσοφικώς, φιλοσοφικά, φιλοσοφική, φιλοσοφικής, φιλοσοφικό
- gruczoł στα ελληνικά - αδένας, αδένα, αδένων, αδένες, βιδωτή
- hydrolokator στα ελληνικά - σόναρ, sonar, βυθομέτρου, του βυθομέτρου, ηχοεντοπιστή
Τυχαίες λέξεις
Staroświecki στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γέρος, απαρχαιωμένος, γέρικος, παλαιός, πεπαλαιωμένος, απαρχαιωμένο, απαρχαιωμένη, απαρχαιωμένες, απηρχαιωμένο, απηρχαιωμένη
Μεταφράσεις: γέρος, απαρχαιωμένος, γέρικος, παλαιός, πεπαλαιωμένος, απαρχαιωμένο, απαρχαιωμένη, απαρχαιωμένες, απηρχαιωμένο, απηρχαιωμένη