Stary στα ελληνικά
Μετάφραση: stary, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηλικιωμένος, γέρος, ηλικίας, γέρικος, παλαιός, μπαγιάτικος, παλιός, παλιά, παλιό, παλαιά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- biwakować στα ελληνικά - νυκτοφυλακή, στρατοπεδεύω, bivouac, καταυλισμό, μπιβουάκ
- doprowadzenie στα ελληνικά - μόλυβδος, περιστολή, αναγωγή, μείωση, λουρί, παράδοση, παραλαβή, ...
- dyskusja στα ελληνικά - επιχείρημα, λογομαχία, συζήτηση, διαφωνία, συζήτησης, συζητήσεις, συζητήσεων, ...
- ekosfera στα ελληνικά - Ekosfera
Τυχαίες λέξεις
Stary στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηλικιωμένος, γέρος, ηλικίας, γέρικος, παλαιός, μπαγιάτικος, παλιός, παλιά, παλιό, παλαιά
Μεταφράσεις: ηλικιωμένος, γέρος, ηλικίας, γέρικος, παλαιός, μπαγιάτικος, παλιός, παλιά, παλιό, παλαιά