Ηλικίας στα πολωνικά
Μετάφραση: ηλικίας, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sędziwy, wiekowy, stary, wiek, wieku, Age, w wieku, lat
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ηλικίας
όρια ηλικίασ, υπολογισμός ηλικίας, ανεξαρτήτου ηλικίασ, διαφορά ηλικίας, ηλικίας λεξικό γλώσσας πολωνικά, ηλικίας στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- ηλιακός στα πολωνικά - słoneczny, solarny, słonecznej, słoneczna, solar
- ηλικία στα πολωνικά - starzeć, starość, epoka, wiek, wieku, Age, w wieku, ...
- ηλικιωμένος στα πολωνικά - wiekowy, stary, sędziwy, starsi, starszych, osób starszych, podeszłym wieku, ...
- ηλιόλουστος στα πολωνικά - słoneczny, pogodny, sunny, słoneczne, słonecznie
Τυχαίες λέξεις
Ηλικίας στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: sędziwy, wiekowy, stary, wiek, wieku, Age, w wieku, lat
Μεταφράσεις: sędziwy, wiekowy, stary, wiek, wieku, Age, w wieku, lat