Statuować στα ελληνικά

Μετάφραση: statuować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θεσπίζω, θεσπίσουν, θεσπίσει, να θεσπίσουν, θεσπίζουν, να θεσπίσει
Statuować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anegdociarz στα ελληνικά - αφηγητής, παραμυθάς, παραμυθά, αφηγητής ιστοριών, αφηγήτρια παραμυθιών
  • bezkrytyczny στα ελληνικά - τυφλός, θαμπώνω, άκριτη, μη κριτική, άκριτο, αβασάνιστη, άκριτα
  • brać στα ελληνικά - αναβάτης, λαμβάνω, ανοικτός, ανοιχτός, τζόκεϊ, παράγομαι, προέρχομαι, ...
  • chować στα ελληνικά - πτυχή, τοποθετώ, χώνω, κρύβομαι, κομπόδεμα, βάζω, φυλάω, ...
Τυχαίες λέξεις
Statuować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θεσπίζω, θεσπίσουν, θεσπίσει, να θεσπίσουν, θεσπίζουν, να θεσπίσει