Stawiać στα ελληνικά
Μετάφραση: stawiać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανεγείρω, τοποθετώ, διαφαίνομαι, τόπος, καθορισμένος, αναστηλώνω, εμφανίζομαι, εξέδρα, μέρος, φαίνομαι, βάζω, πάσσαλος, ορθώνω, που, τεθεί, θέσει, βάλει, βάλετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dziesięciokąt στα ελληνικά - δεκαγώνο, Decagon, δεκάγωνο
- elektrotechniczny στα ελληνικά - ηλεκτροτεχνικό, ηλεκτροτεχνικών, Ηλεκτροτεχνικής, των ηλεκτρολογικών, ηλεκτροτεχνικά
- folklor στα ελληνικά - λαογραφία, λαογραφικό, λαογραφική, λαογραφικά, λαογραφίας
Τυχαίες λέξεις
Stawiać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανεγείρω, τοποθετώ, διαφαίνομαι, τόπος, καθορισμένος, αναστηλώνω, εμφανίζομαι, εξέδρα, μέρος, φαίνομαι, βάζω, πάσσαλος, ορθώνω, που, τεθεί, θέσει, βάλει, βάλετε
Μεταφράσεις: ανεγείρω, τοποθετώ, διαφαίνομαι, τόπος, καθορισμένος, αναστηλώνω, εμφανίζομαι, εξέδρα, μέρος, φαίνομαι, βάζω, πάσσαλος, ορθώνω, που, τεθεί, θέσει, βάλει, βάλετε