Sterowanie στα ελληνικά
Μετάφραση: sterowanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθοδηγώ, εξουσιάζω, έλεγχος, ελέγχου, έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου της
Μεταφράσεις
- cherlak στα ελληνικά - ανάπηρος, ασθενές πλάσμα, αδύναμος
- czuły στα ελληνικά - ευαίσθητος, μαλακός, τρυφερός, λεπτός, εύθικτος, φίνος, επιδεικτικός, ...
- dyskrecjonalny στα ελληνικά - διακριτική, διακριτική ευχέρεια, διακριτικής, διακριτικής ευχέρειας, τη διακριτική
- familia στα ελληνικά - οικογένεια, Οικογένεια, Familia, Φαμίλια, familia του, familia στο
Τυχαίες λέξεις
Sterowanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθοδηγώ, εξουσιάζω, έλεγχος, ελέγχου, έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου της
Μεταφράσεις: καθοδηγώ, εξουσιάζω, έλεγχος, ελέγχου, έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου της