Stodoła στα ελληνικά
Μετάφραση: stodoła, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αχυρώνας, σιταποθήκη, αχυρώνα, στάβλο, αχυρώνες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezczasowy στα ελληνικά - διαχρονικό, διαχρονική, διαχρονικές, άχρονη, άχρονο
- dojście στα ελληνικά - άνοδος, προσπέλαση, ένταξη, χερούλι, απόκτημα, πρόσβαση, προσέγγιση, ...
- farsz στα ελληνικά - χορταστικός, γέμισμα, σφράγισμα, γέμιση, παραγέμισμα, γέμισης, το παραγέμισμα
- fikcja στα ελληνικά - φαντασία, μυθιστόρημα, φαντασίας, μυθοπλασίας, μυθοπλασία
Τυχαίες λέξεις
Stodoła στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αχυρώνας, σιταποθήκη, αχυρώνα, στάβλο, αχυρώνες
Μεταφράσεις: αχυρώνας, σιταποθήκη, αχυρώνα, στάβλο, αχυρώνες