Syn στα ελληνικά

Μετάφραση: syn, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καμάρι, αγόρι, υιός, γιός, γιος, γιο, ο γιος
Syn στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • analgezja στα ελληνικά - αναλγησία, αναλγησίας, την αναλγησία, η αναλγησία, της αναλγησίας
  • begonia στα ελληνικά - μπιγκόνια, Begonia, Begonia Οι, βιγόνια, την Begonia
  • damaszka στα ελληνικά - κορόμηλο, Damson, Δαμασκηνιά, δαμασκηνιάς, δαμάσκηνου
  • dialektyk στα ελληνικά - διαλεκτικός φιλόσοφος, διαλεκτικός, διαλεκτικού
Τυχαίες λέξεις
Syn στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καμάρι, αγόρι, υιός, γιός, γιος, γιο, ο γιος