Szaleństwo στα ελληνικά

Μετάφραση: szaleństwo, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οργή, φουντώνω, φρενίτιδα, λεονταρισμός, μανία, παραφροσύνη, παραλήρημα, ταραχή, τρέλα, λυσσομανώ, τρέλλα, τρέλας, την τρέλα
Szaleństwo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • angaż στα ελληνικά - προσβάλλομαι, αρραβώνες, συμβόλαιο, συστέλλομαι, συμπλοκή, σύμπλεξη, εμπλοκή, ...
  • botanika στα ελληνικά - βοτανική, βοτανικής, η βοτανική, της βοτανικής, βοτανολογία
  • dwufazowy στα ελληνικά - biphase, Διφασική, Η διφασική, το Biphase, διφασικού ρεύματος
  • indolencja στα ελληνικά - νωθρότητα, ραθυμία, νωχέλεια, ραστώνη, τεμπελιά
Τυχαίες λέξεις
Szaleństwo στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οργή, φουντώνω, φρενίτιδα, λεονταρισμός, μανία, παραφροσύνη, παραλήρημα, ταραχή, τρέλα, λυσσομανώ, τρέλλα, τρέλας, την τρέλα