Φρενίτιδα στα πολωνικά
Μετάφραση: φρενίτιδα, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szał, szaleństwo, Frenzy, szaleństwa
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φρενίτιδα
γερμανοφοβική φρενίτιδα, φρενίτιδα συνωνυμα, φρενίτιδα λεξικο, φρενίτιδα ορισμος, φρενίτιδα βικιπαιδεια, φρενίτιδα λεξικό γλώσσας πολωνικά, φρενίτιδα στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- φρενάρισμα στα πολωνικά - hamowanie, hamowania, hamulcowy, hamulcowego, hamujący
- φρενάρω στα πολωνικά - wyhamować, ograniczenie, hamulec, hamować, gęstwa, międlica, Frenaros
- φρενιτιώδης στα πολωνικά - oszalały, szalony, gorączkowy, wariacki, frenetyczny, frenetic, szalonym, ...
- φρεσκάδα στα πολωνικά - chłód, świeżość, świeżości
Τυχαίες λέξεις
Φρενίτιδα στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: szał, szaleństwo, Frenzy, szaleństwa
Μεταφράσεις: szał, szaleństwo, Frenzy, szaleństwa