Szamerować στα ελληνικά

Μετάφραση: szamerować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρελιάζω, κοτσίδα, πλέκω, πλεξίδα, πλεξούδα, πλεξούδας, σιρίτια, σειρήτια
Szamerować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • buntowniczo στα ελληνικά - επαναστατικά
  • drelich στα ελληνικά - τριβελίζω, τροχός, άσκηση, τζιν, τζην, denim, ντένιμ, ...
  • ekspozycja στα ελληνικά - έκθεση, έκθεσης, την έκθεση, της έκθεσης, η έκθεση
  • fascynujący στα ελληνικά - συναρπαστικό, συναρπαστική, συναρπαστικά, συναρπαστικές, μαγευτική
Τυχαίες λέξεις
Szamerować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρελιάζω, κοτσίδα, πλέκω, πλεξίδα, πλεξούδα, πλεξούδας, σιρίτια, σειρήτια