Szczątkowy στα ελληνικά

Μετάφραση: szczątkowy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απαρχαιωμένος, πεπαλαιωμένος, υπολειπόμενος, νεκρολογία, υπόλοιπο, υπολειμματική, εναπομένουσα, υπολειμματικό, υπολειμματικής
Szczątkowy στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • celowy στα ελληνικά - οικειοποιούμαι, κατάλληλος, συνετός, συνετό, σκόπιμος, σφετερίζομαι, εσκεμμένος, ...
  • chrzestna στα ελληνικά - νονά, η νονά, νονάς, godmother, godmother την
  • gałgaństwo στα ελληνικά - κουρέλια, ράκη, πανιά, τα κουρέλια, πανιών
  • inkwizytor στα ελληνικά - ιεροεξεταστής, ανακριτής, ανακριτή, Ιεροεξεταστής, Ιεροεξεταστή, Inquisitor
Τυχαίες λέξεις
Szczątkowy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απαρχαιωμένος, πεπαλαιωμένος, υπολειπόμενος, νεκρολογία, υπόλοιπο, υπολειμματική, εναπομένουσα, υπολειμματικό, υπολειμματικής