Szkalować στα ελληνικά

Μετάφραση: szkalować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυσφημώ, συκοφαντία, συκοφαντίες, τη συκοφαντία, συκοφαντίας, συκοφαντούν
Szkalować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • autogeneza στα ελληνικά - αυτογενή, αυτογενών
  • bezkręgowiec στα ελληνικά - ασπόνδυλος, ασπόνδυλων, ασπόνδυλα, ασπονδύλων, ασπόνδυλο
  • chrzcić στα ελληνικά - βαφτίζω, βαπτίζω, βαφτίσει, βαπτίσει, βαφτίζουν, βαπτίζουν
  • chrzęścić στα ελληνικά - τριζοβολώ, αγγαρεία, αμμόλιθος, τρίζω, χαλίκι, αλέθω, άμμος, ...
Τυχαίες λέξεις
Szkalować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυσφημώ, συκοφαντία, συκοφαντίες, τη συκοφαντία, συκοφαντίας, συκοφαντούν