Szturmować στα ελληνικά
Μετάφραση: szturmować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίθεση, επιτίθεμαι, επιδρομή, τρικυμία, καταιγίδα, θύελλα, καταιγίδας, θύελλας, τη θύελλα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- analityk στα ελληνικά - αναλυτής, αναλυτή, αναλυτής της, αναλυτών, ο αναλυτής
- cyrkowiec στα ελληνικά - τσίρκο, ακροβάτης, Acrobat, ακροβάτη, το Acrobat, ακροβατών
- czuciowy στα ελληνικά - αισθητήριος, ευαίσθητος, ευαίσθητα, ευαίσθητες, ευαίσθητο, ευαίσθητων
- hurra στα ελληνικά - ζήτω, ουρά
Τυχαίες λέξεις
Szturmować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίθεση, επιτίθεμαι, επιδρομή, τρικυμία, καταιγίδα, θύελλα, καταιγίδας, θύελλας, τη θύελλα
Μεταφράσεις: επίθεση, επιτίθεμαι, επιδρομή, τρικυμία, καταιγίδα, θύελλα, καταιγίδας, θύελλας, τη θύελλα