Tętnienie στα ελληνικά
Μετάφραση: tętnienie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυματισμός, κυμάτισμα, κελαρύζω, κυμάτωση, κυμάτωσης, κυματισμού, ελαφρύς κυματισμός
Μεταφράσεις
- bezpotomny στα ελληνικά - άτεκνος, άτεκνα, χωρίς παιδιά, άτεκνοι, άτεκνες
- budowlany στα ελληνικά - κτίριο, κτιρίου, κτήριο, κτηρίου, οικοδόμηση
- importować στα ελληνικά - εισαγωγή, εισαγωγής, την εισαγωγή, εισαγωγών, εισαγωγές
Τυχαίες λέξεις
Tętnienie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυματισμός, κυμάτισμα, κελαρύζω, κυμάτωση, κυμάτωσης, κυματισμού, ελαφρύς κυματισμός
Μεταφράσεις: κυματισμός, κυμάτισμα, κελαρύζω, κυμάτωση, κυμάτωσης, κυματισμού, ελαφρύς κυματισμός