Targować στα ελληνικά

Μετάφραση: targować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παζαρεύω, παζάρι, συμφωνία, ευκαιρίας, ευκαιρία, διαπραγμάτευσης
Targować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • chciwość στα ελληνικά - φιλαργυρία, βουλιμία, απληστία, τσιγκουνιά, απληστίας, την απληστία, η απληστία, ...
  • czczość στα ελληνικά - ματαιοπονία, ματαιότητα, ματαιότητας, μάταιο, ανώφελο
  • fotoemisja στα ελληνικά - ημιαγώγιμα, φωτοεκπομπή, φωτοεκπομπής, φωτοεκπομπή που, με φωτοεκπομπή
Τυχαίες λέξεις
Targować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παζαρεύω, παζάρι, συμφωνία, ευκαιρίας, ευκαιρία, διαπραγμάτευσης