Tato στα ελληνικά
Μετάφραση: tato, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπαμπάς, μπαμπά, τον μπαμπά, ο μπαμπάς, Dad
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezapelacyjnie στα ελληνικά - αυταρχικά, αυθαιρετώς, τελικώς, επιτακτικά
- celownik στα ελληνικά - αναστεναγμός, όραση, όραμα, αναστενάζω, σκόπευτρο, εικονοσκόπιο, εικονοσκ πιο, ...
- dopalić στα ελληνικά - ψήνω στη σχάρα, φιλονικία, Ψήστε, Broil
- gips στα ελληνικά - ρίξιμο, επιτελείο, βολή, γύψος, γύψου, γύψο, του γύψου, ...
Τυχαίες λέξεις
Tato στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπαμπάς, μπαμπά, τον μπαμπά, ο μπαμπάς, Dad
Μεταφράσεις: μπαμπάς, μπαμπά, τον μπαμπά, ο μπαμπάς, Dad