Ten στα ελληνικά

Μετάφραση: ten, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ένα, ένας, μία, αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, αυτός
Ten στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • agar στα ελληνικά - άγαρ, αγάρ, άγαρος, άγαρ που
  • bykowiec στα ελληνικά - νικώ, μαστίζω, μαστιγώνω, αγελάδα, αγελάδας, αγελάδων, αγελάδες, ...
  • encyklopedyczny στα ελληνικά - εγκυκλοπαιδικός, εγκυκλοπαιδική, εγκυκλοπαιδικό, εγκυκλοπαιδικών, εγκυκλοπαιδικές
  • grępel στα ελληνικά - κάρτα, κτενιστής, λαναριστική, Comber, χάνοι, τελική λαναριστική
Τυχαίες λέξεις
Ten στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ένα, ένας, μία, αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, αυτός