Termin στα ελληνικά

Μετάφραση: termin, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πίνακας, διορία, ώρα, όρος, τρίμηνο, ημερομηνία, χρόνος, παρατηρώ, καιρός, φορά, χουρμάς, όρο, όρου, διάρκεια, διάρκειας
Termin στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bandytyzm στα ελληνικά - διάρρηξη, ληστεία, ληστείας, ληστειών, ληστείες, ληστειών στα
  • cefal στα ελληνικά - μπαρμπούνι, κέφαλος, μπαρμπούνια, κέφαλοι, κέφαλους
  • dekoracje στα ελληνικά - τοπίο, ντεκόρ, διακόσμηση, διακοσμητικές, διάκοσμο, διακόσμηση του
  • fluorescencja στα ελληνικά - φθορισμός, φθορισμού, φθορισμό, του φθορισμού, ο φθορισμός
Τυχαίες λέξεις
Termin στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πίνακας, διορία, ώρα, όρος, τρίμηνο, ημερομηνία, χρόνος, παρατηρώ, καιρός, φορά, χουρμάς, όρο, όρου, διάρκεια, διάρκειας