Ώρα στα πολωνικά

Μετάφραση: ώρα, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
etat, terminowy, czasochłonność, termin, terminowanie, czas, obrady, sesja, czasochłonny, seans, potrwać, godzina, godzinka, okres, chwila, pora, raz, czasu
Ώρα στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ώρα

ώρα γερμανίας, ώρα κοινής ησυχίας, ώρα αυστραλίας, ώρα λονδίνου, ώρα βραζιλίας, ώρα λεξικό γλώσσας πολωνικά, ώρα στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ώθηση στα πολωνικά - ofensywa, odrzut, zrzut, naciskać, napęd, impuls, ciąg, ...
  • ώμος στα πολωνικά - bark, pobocze, posiłek, występ, łopatka, ramię, plecy, ...
  • ώριμος στα πολωνικά - dojrzewać, dojrzeć, dojrzały, wydorośleć, odstawać, starsze, dojrzałe, ...
  • ώσπου στα πολωνικά - aż, do, dopóty, dopóki, aż do, dopiero
Τυχαίες λέξεις
Ώρα στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: etat, terminowy, czasochłonność, termin, terminowanie, czas, obrady, sesja, czasochłonny, seans, potrwać, godzina, godzinka, okres, chwila, pora, raz, czasu