Terminowanie στα ελληνικά
Μετάφραση: terminowanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καιρός, ώρα, μαθητεία, φορά, χρόνος, Μαθητείας, της μαθητείας, Μαθητευομένων, ΣΜ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amputować στα ελληνικά - ακρωτηριάζω, ξεκόβω, αποκόπτω, ακρωτηριαστούν από, να ακρωτηριαστούν, ακρωτηριαστούν
- bila στα ελληνικά - μπάλα, κουβάρι, μπιλιάρδου, του μπιλιάρδου, μπιλιάρδου που, μπιλιαρδου
- fortepianowy στα ελληνικά - πιάνο, πιάνου, το πιάνο, στο πιάνο, piano
- grabież στα ελληνικά - λεηλατώ, ληστεία, λεφτά, παραχαϊδεύω, λάφυρα, απολύω, χαλώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Terminowanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καιρός, ώρα, μαθητεία, φορά, χρόνος, Μαθητείας, της μαθητείας, Μαθητευομένων, ΣΜ
Μεταφράσεις: καιρός, ώρα, μαθητεία, φορά, χρόνος, Μαθητείας, της μαθητείας, Μαθητευομένων, ΣΜ