Twierdzący στα ελληνικά

Μετάφραση: twierdzący, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θετικός, καταφατικός, καταφατική, καταφατικά, καταφατικής, θετική, καταφατική απάντηση
Twierdzący στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • brat στα ελληνικά - αδερφός, αδελφός, αδελφό, τον αδελφό, ο αδελφός
  • cielesny στα ελληνικά - σεξουαλικός, σαρκικός, σωματικός, φυσικός, σωματικά, δεκανέας, φυσική, ...
  • cytologia στα ελληνικά - κυτολογία, κυτταρολογία, κυτταρολογίας, κυτταρολογική εξέταση, κυτταρολογική
  • drobiazgowo στα ελληνικά - λεπτομερώς, καταλεπτώς, με λεπτομερή, με λεπτομερή τρόπο
Τυχαίες λέξεις
Twierdzący στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θετικός, καταφατικός, καταφατική, καταφατικά, καταφατικής, θετική, καταφατική απάντηση