Użyczać στα ελληνικά
Μετάφραση: użyczać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίδομα, επιχορηγώ, χορηγώ, φανέλα, φανελάκι, δανείζω, υποτροφία, δανείζουν, δανείσει, δανείσουν, δανείζει, προσφέρονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezwyznaniowy στα ελληνικά - άθρησκος, άθρησκο, άθρησκοι
- drenaż στα ελληνικά - οχετός, στραγγίζω, αποχέτευση, αποστράγγισης, αποστράγγιση, αποχέτευσης, παροχέτευση
- fagas στα ελληνικά - κάλτσα, flunkey
- grabienie στα ελληνικά - παγερός, ψύξη, τσουγκράνα, τη τσουγκράνα, καταιέτιο, raking, τσουγκράνα τα
Τυχαίες λέξεις
Użyczać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίδομα, επιχορηγώ, χορηγώ, φανέλα, φανελάκι, δανείζω, υποτροφία, δανείζουν, δανείσει, δανείσουν, δανείζει, προσφέρονται
Μεταφράσεις: επίδομα, επιχορηγώ, χορηγώ, φανέλα, φανελάκι, δανείζω, υποτροφία, δανείζουν, δανείσει, δανείσουν, δανείζει, προσφέρονται