Użyczyć στα ελληνικά
Μετάφραση: użyczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραχωρώ, παρέχω, χαρίζω, πληροφορώ, μεταβιβάζω, περισσευούμενος, περισσεύω, δανείζουν, δανείσει, δανείσουν, δανείζει, προσφέρονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ciemnoskóry στα ελληνικά - μελαχροινός, σκούρο δέρμα, μελαμψό, με σκούρο φλοιό, σκουρόχρωμο δέρμα
- conocny στα ελληνικά - κάθε βράδυ, νυχτερινή, νυχτερινές, το βράδυ, βραδινή
- ekskrement στα ελληνικά - περίττωμα, κόπρανα, περιττώματα, περιττωμάτων, τα περιττώματα
- gwałtowny στα ελληνικά - εμπαθής, άγριος, απότομος, κοφτερός, εσπευσμένος, βίαιος, σκανδαλώδης, ...
Τυχαίες λέξεις
Użyczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραχωρώ, παρέχω, χαρίζω, πληροφορώ, μεταβιβάζω, περισσευούμενος, περισσεύω, δανείζουν, δανείσει, δανείσουν, δανείζει, προσφέρονται
Μεταφράσεις: παραχωρώ, παρέχω, χαρίζω, πληροφορώ, μεταβιβάζω, περισσευούμενος, περισσεύω, δανείζουν, δανείσει, δανείσουν, δανείζει, προσφέρονται