Ubóstwiać στα ελληνικά
Μετάφραση: ubóstwiać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγαπώ, έρωτας, λατρεία, λατρεύω, αγάπη, αποθεώνω, θεοποιώ, θεοποιούν, θεοποιήσουν, θεοποιεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anemograf στα ελληνικά - ανεμογράφος
- denuncjant στα ελληνικά - καταδότης, χαφιές, πληροφορητής, πληροφοριοδότης, την INFORMER
- dyskwalifikacja στα ελληνικά - αποκλεισμό, αποκλεισμός, έκπτωση, έκπτωσης, απαγόρευση
- habilitacja στα ελληνικά - εξουσιοδότηση, εξουσιοδοτικής, habilitation, την habilitation
Τυχαίες λέξεις
Ubóstwiać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγαπώ, έρωτας, λατρεία, λατρεύω, αγάπη, αποθεώνω, θεοποιώ, θεοποιούν, θεοποιήσουν, θεοποιεί
Μεταφράσεις: αγαπώ, έρωτας, λατρεία, λατρεύω, αγάπη, αποθεώνω, θεοποιώ, θεοποιούν, θεοποιήσουν, θεοποιεί