Ubrać στα ελληνικά

Μετάφραση: ubrać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμφίεση, επενδύω, ντύσιμο, διορίζομαι, φορώ, εξουσιοδοτούμαι, φόρεμα, το φόρεμα, φορεμάτων, φόρεμά, dress
Ubrać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alniko στα ελληνικά - κράμα αργιλίου, νικελίου, κοβαλτίου και σίδηρου με σταθερό μαγνητισμό, Alnico, alnico μαγνήτες, Αΐηίοο
  • biogeniczny στα ελληνικά - βιογενών, βιογενείς, βιογενή, βιογονικού, βιογόνες
  • cieśnina στα ελληνικά - λαιμός, ήχος, σβέρκος, φωνή, αυχένας, πορθμός, γερός, ...
  • elektryzowanie στα ελληνικά - εξηλεκτρισμός, ηλεκτροδότηση, ηλεκτροκίνησης, ηλεκτροδοτήσεως, την ηλεκτροδότηση
Τυχαίες λέξεις
Ubrać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμφίεση, επενδύω, ντύσιμο, διορίζομαι, φορώ, εξουσιοδοτούμαι, φόρεμα, το φόρεμα, φορεμάτων, φόρεμά, dress