Uczyć στα ελληνικά
Μετάφραση: uczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπουδάζω, γραφείο, μελέτη, σχολείο, εκπαιδεύω, σπουδές, διδάσκω, τρένο, αμαξοστοιχία, διδάξει, διδάσκουν, διδάξουν, διδάσκει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dewastacja στα ελληνικά - ρημάζω, όλεθρος, ρήμαγμα, βανδαλισμός, καταστρέφω, ερήμωση, καταστροφή, ...
- dynastia στα ελληνικά - δυναστεία, δυναστείας, δυναστείας των, δυναστεία των, της δυναστείας
- gazolina στα ελληνικά - βενζίνη, βενζίνης, τη βενζίνη, πετρελαίου, πετρέλαιο
Τυχαίες λέξεις
Uczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπουδάζω, γραφείο, μελέτη, σχολείο, εκπαιδεύω, σπουδές, διδάσκω, τρένο, αμαξοστοιχία, διδάξει, διδάσκουν, διδάξουν, διδάσκει
Μεταφράσεις: σπουδάζω, γραφείο, μελέτη, σχολείο, εκπαιδεύω, σπουδές, διδάσκω, τρένο, αμαξοστοιχία, διδάξει, διδάσκουν, διδάξουν, διδάσκει