Udziałowiec στα ελληνικά

Μετάφραση: udziałowiec, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέτοχος, σύντροφος, ταίρι, συνεργάτης, μετόχου, μέτοχο, μετόχων, των μετόχων
Udziałowiec στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dobosz στα ελληνικά - τύμπανο, τυμπανιστής, ντράμερ, drummer, τυμπανιστή, τον ντράμερ
  • granula στα ελληνικά - κόκκος, κόκκου, κόκκων, κοκκίων, κοκκία
  • impresjonistyczny στα ελληνικά - ιμπρεσιονιστικό, ιμπρεσιονιστική, ιμπρεσσιονιστικά, ιμπρεσσιονιστικές, ιμπρεσιονιστικών
Τυχαίες λέξεις
Udziałowiec στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέτοχος, σύντροφος, ταίρι, συνεργάτης, μετόχου, μέτοχο, μετόχων, των μετόχων